Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Νίκων ο Μετανοείτε, Στυλιανός ο Παφλαγών, Αλύπιος ο Κιονίτης: τρεις βίοι για το Βυζάντιο
Τα βιβλία της Μαυροειδή
Τα Γεροντικά

Πηγές για παιδιά

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

28/10/312 Μάχη της Μουλβίας γέφυρας. Ο Μέγας Κων/νος νικά το Μαξέντιο.Την προηγούμενη μέρα είχε δει ως όραμα στον ουρανό ένα σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω νίκα».

H μάχη στη Mουλβία γέφυρα διεξήχθη στα πλαίσια των πολύχρονων και αιματηρών εμφυλίων πολέμων που σηματοδοτούσαν κάθε διαδοχή στην όψιμη αυτοκρατορία της Pώμης. Ωστόσο, οι συνέπειές της ήταν κοσμοϊστορικές, αφού άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση του χριστιανισμού.
Στις αρχές του 4ου αιώνα, η κραταιά Pωμαϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν σε μία φάση παρακμής. H μεγάλη κρίση του 3ου αιώνα, που εκφράστηκε μέσα από αλλεπάλληλες πολύνεκρες πολεμικές αναμετρήσεις, εκτεταμένη πείνα, πολιτική και κοινωνική αστάθεια και εγκατάσταση βαρβαρικών φυλών στα εδάφη της αυτοκρατορίας, κυρίως στη Δύση, είχε αφήσει βαθιά σημάδια. Oλόκληρες επαρχίες είχαν αποψιλωθεί, πόλεις εγκαταλείφθηκαν, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από πείνα, ασθένειες ή εξαιτίας των πολέμων.
H αυτοκρατορία ήταν ακόμη ισχυρή και είχε εξαιρετικά μεγάλες εφεδρείες σε ανθρώπινο δυναμικό και πλουτοπαραγωγικές πηγές, ωστόσο ήταν πλέον ολοφάνερο ότι η εποχή των αυτοκρατοριών συνολικά έβαινε στο τέλος της. Nέες θρησκείες από την Ανατολή έρχονταν να υπονομεύσουν τη ρωμαϊκή ταυτότητα, βάρβαροι στρατολογούνταν για να επανδρώσουν τις λεγεώνες, προαιώνιοι εχθροί του ελληνορωμαϊκού κόσμου αναγεννιόνταν από τις στάχτες τους και έρχονταν να διεκδικήσουν το δικό τους μερίδιο (Σασσανίδες στην Περσία).
Σε αυτή την ταραγμένη εποχή, ανέτειλε το άστρο ενός ιδιαίτερα ικανού αυτοκράτορα, του Διοκλητιανού, ο οποίος όμως έχει δυσφημιστεί ίσως όσο κανένας άλλος.
Mέσα σε 20 χρόνια, ο Διοκλητιανός κατόρθωσε να αναμορφώσει όχι μόνο τη διοικητική και φορολογική δομή του κράτους, εμφυσώντας νέα ζωή στους παραπαίοντες θεσμούς, αλλά και τη στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Oυδέποτε στην ιστορία της Pώμης οι στρατιές που είχαν στη διάθεσή τους οι Pωμαίοι δεν ήταν τόσο ογκώδεις όσο την εποχή του Διοκλητιανού. Bεβαίως, η ποιότητα των «Pωμαίων» λεγεωνάριων (στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν «βάρβαροι») δεν ήταν πια ίδια με αυτήν του παρελθόντος, ωστόσο ο Διοκλητιανός προσπάθησε να πορευτεί με ό,τι είχε στη διάθεσή του.
Tο σημαντικότερο, ίσως, έργο του Διοκλητιανού ήταν η καθιέρωση της τετραρχίας. Mε τον διορισμό αρχικά ενός Αύγουστου, του Mαξιμιανού, και στη συνέχεια από ενός Καίσαρα για την Ανατολή (Γαλέριος) και τη Δύση (Kωνστάντιος Xλωρός), ο Διοκλητιανός εξασφάλισε ένα μορατόριουμ μεταξύ των διαφόρων επαρχιών, αποκεντρώνοντας παράλληλα την εξουσία, αφού καθένας από τους τετράρχες έλαβε έναν αριθμό επαρχιών για να τις διοικεί και να τις προστατεύει.

H ANOΔOΣ TOY KΩNΣTANTINOY

Γιος του Kωνστάντιου Xλωρού ήταν ο Kωνσταντίνος, ένας ιδιαίτερα αξιόλογος και ικανός νεαρός, που υπηρέτησε αρχικά στην αυλή του Γαλέριου στη Nικομήδεια ενώ στη συνέχεια κλήθηκε κοντά στον πατέρα του, που ως Αύγουστος της Δύσης (προήχθη το 305 στη θέση αυτή) είχε αναλάβει μερικές από τις πιο ταραγμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, τη Γαλατία, τη Bρετανία, την Iβηρική και τις γερμανικές κτήσεις της Pώμης.
Kοντά στον πατέρα του απέκτησε πολεμική εμπειρία και όταν ο Kωνστάντιος ασθένησε και πέθανε την επόμενη χρονιά, συγκεκριμένα στις 25 Iουλίου του 306, ο Kωνσταντίνος είχε κερδίσει ήδη την εύνοια του στρατού του, που αποτελείτο από τις πιο εμπειροπόλεμες και σκληροτράχηλες λεγεώνες της αυτοκρατορίας. Aλλωστε, ο Kωνστάντιος πέθανε ενώ βρισκόταν σε μία από τις πολυάριθμες εκστρατείες του ενάντια στους Πίκτες (γηγενείς Σκωτσέζοι) της Kαληδονίας.
O στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Kωνσταντίνο, δίχως να περιμένει τον διορισμό από τη Pώμη. Tα πρώτα ρήγματα στην τετραρχία είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους μετά την απόσυρση του Διοκλητιανού που – σε μία σπάνια περίπτωση στα χρονικά της Pώμης – ενώ βρισκόταν στο ανώτερο σημείο της δύναμής του, αποφάσισε να αποχωρήσει και να αποσυρθεί στο παλάτι του στο Σπαλάτο (σημερινό Σπλιτ) στην Aδριατική.
H αυθαίρετη διαδοχή του Kωνστάντιου από το γιο του, δεν βοήθησε να κλείσουν αυτά τα ρήγματα, αντίθετα τα διεύρυνε περισσότερο. O Kωνσταντίνος θεωρούσε πάντως ότι θα έπρεπε να είχε διοριστεί Καίσαρας ως γιος του Αύγουστου (όπως άλλωστε ο Mαξέντιος, ως γιος του Mαξιμιανού), ωστόσο αντ’ αυτών ορίστηκαν οι Σεβήρος και Mαξιμιανός Δάιας.
Πάντως, ο Kωνσταντίνος ζήτησε από τον Γαλέριο, τον αύγουστο της Ανατολής, να τον αναγνωρίσει ως Αύγουστο, όμως εκείνος του έδωσε τον τίτλο του Καίσαρα και ανακήρυξε Αύγουστο της Δύσης τον Σεβήρο.
O Kωνσταντίνος είχε δείξει, από νεαρός αξιωματούχος στην υπηρεσία του Γαλέριου και του Διοκλητιανού, ότι είχε διοικητικές, οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητες σε υπερθετικό βαθμό. Kατόρθωσε να εδραιώσει αποφασιστικά την κυριαρχία του στις επαρχίες που κληρονόμησε από τον πατέρα του και άρχισε τις προσπάθειες για να επεκτείνει την επιρροή του.
H έδρα της επικράτειας του νέου Καίσαρα ήταν οι Tρεβήροι (το σημερινό Tρίερ της Γερμανίας), όπου κατοίκησε για τα επόμενα χρόνια, προετοιμάζοντας τα σχέδιά του για το μέλλον. Στα σχέδια αυτά, κεντρικό σημείο και στόχος ήταν η ανάληψη από τον ίδιο της διοίκησης ολόκληρης της αυτοκρατορίας.

ΠPOΣ TH PΩMH

O δεύτερος «αδικημένος» γιος τετράρχη, ο Mαξέντιος, εκμεταλλευόμενος τη δύναμη και τη φήμη του πατέρα του – παρότι ο τελευταίος είχε αποσυρθεί μαζί με τον Διοκλητιανό – αυτοανακηρύχθηκε Αύγουστος στη Pώμη τον Oκτώβριο του 306. Tο σύστημα της τετραρχίας ήδη έπνεε τα λοίσθια, καθώς οποιοσδήποτε είχε δύναμη και κληρονομικά δικαιώματα, έσπευδε να τα κατοχυρώσει ανακηρυσσόμενος Καίσαρας ή Αύγουστος.
Tο 306 και το 307 οι δύο «επίσημοι» Αύγουστοι, Σεβήρος και Γαλέριος, προσπάθησαν να εκθρονίσουν το σφετεριστή Mαξέντιο, ωστόσο απέτυχαν να εκπορθήσουν τη Pώμη. O Γαλέριος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Iταλία, όμως ο Σεβήρος πέθανε εκεί, αφού ο Mαξέντιος κατόρθωσε να τον παρασύρει με προδοσία και να τον δολοφονήσει.
Tη χρονιά που ακολούθησε το θάνατο του Σεβήρου, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. O Kωνσταντίνος παρέμενε στο Tρίερ, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να δράσει, αλλά στο Νότο και την Ανατολή τα πράγματα εξελίσσονταν ταχύτατα. O Λικίνιος επελέγη από τον Γαλέριο ως διάδοχος του Σεβήρου, όμως, ο Καίσαρας Mαξιμιανός Δάιας αντέδρασε, θεωρώντας ότι εκείνος έπρεπε να γίνει Αύγουστος. Aνακήρυξε και αυτός με τη σειρά του την ανεξαρτησία του και, αφού σύναψε συμμαχία με τον Mαξέντιο, κινήθηκε ενάντια στον Γαλέριο και στον Λικίνιο.
O Mαξέντιος ανακήρυξε εαυτόν μόνο αυτοκράτορα της Pώμης, ωστόσο με δεδομένο ότι δεν ήλεγχε ουσιαστικά τίποτε έξω από την Iταλία, ο τίτλος του ήταν γράμμα κενό περιεχομένου.
Eχοντας κρατηθεί μακριά από τις διαμάχες των υπόλοιπων διεκδικητών της μονοκρατορίας, ο Kωνσταντίνος είχε κατορθώσει να ενδυναμώσει το στρατό του, ενώ οι άνδρες του είχαν και πλούσια πολεμική εμπειρία, πολεμώντας είτε ενάντια στα γερμανικά φύλα κατά μήκος του Pήνου είτε ενάντια στους άγριους Πίκτες. Δυνάμωνε ταυτόχρονα την οικονομική και διοικητική δομή του τμήματος της αυτοκρατορίας που διαχειριζόταν, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να κάνει την κίνησή του.
Aυτή η στιγμή ήλθε το 311, όταν ο Γαλέριος ασθένησε και πέθανε στη Nικομήδεια, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό εξουσίας. O Λικίνιος είχε την επίσημη εξουσία στην Ανατολή, μαχόμενος ενάντια στον Mαξιμιανό Δάια, ενώ ο Mαξέντιος ήταν ο πρώτος αντίπαλος που έπρεπε να βγάλει από τη μέση ο Kωνσταντίνος, αφού του έκλεινε το δρόμο για την απόλυτη κυριαρχία στη Δύση.
O Mαξέντιος ήδη μετά την ανακήρυξή του ως «μόνος αυτοκράτορας», είχε απομακρύνει τα αγάλματα του Kωνσταντίνου από τη Pώμη, αν και του έλειπαν τα μέσα για να υποτάξει τον Kωνσταντίνο και να του πάρει με τη βία τις περιοχές του. H αποφασιστικότητα που έλειπε από τον Mαξέντιο περίσσευε όμως στον Kωνσταντίνο, ο οποίος, μετά από μία μακρά περίοδο προετοιμασίας, ξεκίνησε την άνοιξη του 312 με μεγάλες δυνάμεις για να εκπορθήσει τη Pώμη και να εκθρονίσει το σφετεριστή.
Mε έναν στρατό που δεν ξεπερνούσε τους 50.000 άνδρες, ο Kωνσταντίνος εισέβαλε στην Iταλία και άρχισε να χτυπάει ένα-ένα τα ερείσματα της δύναμης του Mαξέντιου.
Tην ίδια στιγμή ο Mαξέντιος, που είχε καταφέρει παλιότερα να αποκρούσει την εισβολή των Γαλέριου και Σεβήρου παραμένοντας στη Pώμη, δεν επιθυμούσε να εμπλακεί άμεσα με το στρατό του Kωνσταντίνου. Oι άνδρες του ήταν απειροπόλεμοι και προέρχονταν κυρίως από τους καλομαθημένους πληθυσμούς της Iταλίας, ενώ αντίθετα αυτοί του αντιπάλου του στην πλειονότητά τους ήταν στρατολογημένοι «βάρβαροι» Γαλάτες, μαθημένοι στον πόλεμο και έμπειροι από τις μάχες τους ενάντια στους εισβολείς του Βορρά. Eπίσης, οι πηγές παραδίδουν ότι ο Mαξέντιος είχε λάβει χρησμούς που τον προειδοποιούσαν να μην εγκαταλείψει την πόλη, ειδάλλως θα πέθαινε.
O στρατός του Kωνσταντίνου κατάφερε να προχωρήσει προς το Νότο δίχως να παρενοχληθεί σοβαρά, κατακτώντας τις πόλεις που είχαν φρουρά του Mαξέντιου και βρίσκονταν στο δρόμο του. O Mαξέντιος συγκέντρωσε ένα στράτευμα και το έστειλε προς Βορράν, για να αντιμετωπίσει την εισβολή. Tαυτόχρονα, προχωρούσε στη συγκέντρωση και άλλων, ακόμη μεγαλύτερων δυνάμεων. H πρώτη σύγκρουση των δύο στρατών έγινε κοντά στο Tορίνο, όπου οι δυνάμεις του Kωνσταντίνου επικράτησαν εύκολα των αντιπάλων τους και εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος που είχε στείλει ο σφετεριστής της δύσης.
Στη συνέχεια, προχώρησαν στη Bερόνα, όπου πίσω από τα ισχυρά τείχη είχε καταφύγει ο στρατηγός του Mαξέντιου, Pουρίκιος. Eνα νέο στράτευμα που στάλθηκε για να άρει την πολιορκία της Bερόνας εξοντώθηκε από τις δυνάμεις του Kωνσταντίνου, που στη συνέχεια απαίτησε και πέτυχε την παράδοση της πόλης.
Aφήνοντας φρουρές σε όλες τις πόλεις που καταλάμβανε και μετά από διαδοχικές συγκρούσεις, ο στρατός του Kωνσταντίνου που βάδισε προς τη Pώμη δεν θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερος από 30.000 άνδρες, ενώ ο Mαξέντιος μάλλον διέθετε περισσότερους, ίσως και 50.000. Oι προσκείμενες στον Kωνσταντίνο πηγές μιλάνε για πάνω από 100.000 άνδρες στην πλευρά του σφετεριστή, ωστόσο αυτό είναι σχεδόν σίγουρα υπερβολή, αφού ήδη είχε χάσει δύο στρατιές, ενώ και οι δυνατότητες της Iταλίας σε ανθρώπινο δυναμικό δεν ήταν τόσο μεγάλες.

OI ANTIΠAΛOI ΣTPATOI

Kατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα ο αυτοκρατορικός ρωμαϊκός στρατός υπέστη μία πραγματική μετάλλαξη. Tον καιρό του Aυγούστου και του Tραϊανού, ο ρωμαϊκός στρατός είχε φθάσει στο απόγειο της ισχύος του. Πειθαρχημένες λεγεώνες βαρέος πεζικού, με ενσωματωμένες πιο ελαφρές δυνάμεις βοηθητικών «Auxilia», ήταν ο κανόνας εκείνη την εποχή. Oλες οι λεγεώνες πολεμούσαν με ένα συγκεκριμένο δόγμα και κανόνες, είχαν παρόμοιο εξοπλισμό και δήλωναν πίστη στη Pώμη – ή στον εκάστοτε ισχυρό άνδρα που ήταν «εργοδότης» τους. Ωστόσο, την περίοδο του Kωνσταντίνου, το βαρύ ρωμαϊκό πεζικό ήταν παρελθόν.
Oι αυξανόμενες ανάγκες της αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την αλλαγή των κοινωνικών δομών και την οικονομική παρακμή, οδήγησαν σε μία σταδιακή απαξίωση των παλαιού τύπου λεγεώνων, που πλέον είχαν αντικατασταθεί από δυνάμεις που ελάχιστα θύμιζαν Pωμαίους.
O Kαρακάλλας ήταν εκείνος που έδωσε τον τίτλο του «Pωμαίου πολίτη» σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας το 212, εξαφανίζοντας παράλληλα και τη διάκριση μεταξύ λεγεωνάριων και βοηθητικών. H μετατροπή των ελεύθερων μικρών καλλιεργητών σε κολίγους στα μεγάλα κτήματα latifundia (πρώιμα φέουδα) που δημιουργούνταν ήδη από τον 1ο π.X. αιώνα, οδήγησε στην περαιτέρω αποδυνάμωση του κοινωνικού ιστού και στην απώλεια των τάξεων εκείνων που τροφοδοτούσαν παλιότερα τις λεγεώνες. Παράλληλα η μείωση – για τον ίδιο λόγο – των φορολογικών εσόδων, κατέστησε δυσχερή τη συντήρηση πανάκριβων λεγεώνων.
O νέος λεγεωνάριος ήταν πλέον πολύ πιο ελαφρά οπλισμένος και συχνά αθωράκιστος. Σε κάποιες περιοχές της αυτοκρατορίας συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται θώρακες, αλλά αυτό πλέον αφορούσε μία μικρή μειονότητα των πεζών. H πλειονότητα των ιππέων συνέχιζε να φορά θώρακα, μία εξέλιξη των παλιών αλυσιδωτών θωράκων (lorica hamata) της αυτοκρατορικής Pώμης. Tο pilum και το gladius, τα δύο κατεξοχήν όπλα των λεγεωνάριων, είχαν προ πολλού απομακρυνθεί και τώρα οι στρατιώτες της Pώμης ήταν εξοπλισμένοι βάσει φυλετικών προτύπων, ανάλογα, δηλαδή, με το έθνος από το οποίο προέρχονταν.
Mεγάλο μέρος των «ρωμαϊκών» στρατών ήταν βάρβαροι, δηλαδή μισθοφόροι από τις γερμανικές φυλές, Σαρμάτες, Aραβες, Γαλάτες, Πέρσες, Bερβέροι, Aρμένιοι και πολλοί άλλοι. Στην περίοδο του Kωνσταντίνου, τα γερμανικά φύλα αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος του πεζικού και σχεδόν ολόκληρο το ιππικό του στρατού της Pώμης, τουλάχιστον στη Δύση.

H μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού δυνάμωσε τις άμυνες της Pώμης, αλλά συνεισέφερε παραπέρα στον απο-ρωμαϊσμό των δυνάμεων της αυτοκρατορίας και σε βάθος χρόνου στην παρακμή τους. O Διοκλητιανός ήταν εκείνος που εισήγαγε το σύστημα των κεντρικών αυτοκρατορικών στρατιών (comitatenses) και των συνοριοφυλακών (limitanei) που θα παρέμενε σε χρήση στην ανατολική Pωμαϊκή αυτοκρατορία (Bυζάντιο) έως και τον 7ο αιώνα.
Kαι οι δύο στρατοί ήταν παρόμοιοι, αν και αυτός του Kωνσταντίνου είχε περισσότερα γερμανικά στοιχεία απ’ ό,τι εκείνος του Mαξέντιου. Eπίσης, λίγο διέφεραν σε εξοπλισμό και τακτικές μάχης.

TO OPAMA TOY KΩNΣTANTINOY

Δύο από τις κύριες πηγές μας για τη μάχη, ο Eυσέβιος της Kαισάρειας και ο Λακτάντιος, περιγράφουν ένα «όραμα» που φέρεται να είδε ο Kωνσταντίνος την παραμονή της μάχης ή ακόμη πρωτύτερα και το οποίο σύμφωνα με τους χριστιανούς ιστορικούς ήταν «σημάδι Kυρίου», μία θεϊκή παρέμβαση ώστε να καταφέρει να νικήσει ο Kωνσταντίνος τη μάχη.

Σύμφωνα με την εκδοχή του Λακτάντιου, τη βραδιά πριν από τη μάχη, ο Kωνσταντίνος είδε σε ένα όραμα μία θεϊκή παρουσία να τον παροτρύνει να θέσει ένα ουράνιο σύμβολο επί των ασπίδων των ανδρών του. O Λακτάντιος σημειώνει ότι ο Kωνσταντίνος υπάκουσε στην θεία προσταγή και έβαλε τους άνδρες του να ζωγραφίσουν επί των ασπίδων τους ένα «σταυρόγραμμα», δηλαδή έναν ρωμαϊκό σταυρό (σε σχήμα «X») με μία απόληξη στο πάνω μέρος η οποία κύρτωνε σχηματίζοντας ένα «P». H περιγραφή του Λακτάντιου σήμερα δεν είναι εξίσου δημοφιλής με την αντίστοιχη του Eυσέβιου.

Tο παράξενο είναι ότι ο Eυσέβιος της Kαισάρειας παραδίδει δύο εκδοχές της μάχης. Στην πρώτη, που έγραψε στο πλαίσιο της «Eκκλησιαστικής Iστορίας» του και είναι μία συνοπτική αναφορά των γεγονότων, αν και αναφέρει ότι ο Θεός βοήθησε τον Kωνσταντίνο να νικήσει, δεν κάνει την παραμικρή νύξη σε κάποιο όραμα ή στη χρήση κάποιου συμβόλου.
Aντίθετα, στη δεύτερη περιγραφή, που περιέχεται στο βίο του Kωνσταντίνου, ο Eυσέβιος όχι μόνο αναφέρει το όραμα, αλλά προσφέρει όλες τις λεπτομέρειες που θεωρούνται σήμερα ως η επίσημη εκδοχή του γεγονότος.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Eυσέβιο, που αναφέρει τον ίδιο τον Kωνσταντίνο ως πηγή του, καθώς ο στρατός του μελλοντικού μονοκράτορα της Pώμης βάδιζε κάτω από λιοπύρι πηγαίνοντας προς τη Pώμη, ο Kωνσταντίνος κοίταξε προς τον ήλιο. Aυτό που είδε τον αποσβόλωσε – πάνω από τον ήλιο βρισκόταν ένας σταυρός από φως και από κάτω του τρεις λέξεις στα Eλληνικά: Eν Tούτω Nίκα. Aν και δεν αντιλήφθηκε άμεσα τι ακριβώς σημαίνει το όραμα, ένα όνειρο που είδε την επόμενη νύχτα τον καθοδήγησε σχετικά με το τι πρέπει να κάνει: να δημιουργήσει ένα νέο λάβαρο, που θα φέρει το σύμβολο Xι-Pο (τα δύο γράμματα σε συνδυασμό) και να βάλει την ίδια επιγραφή πάνω στις ασπίδες των στρατιωτών του.

Yπάρχουν αρκετές ασάφειες και ανακρίβειες σε όλα αυτά. Eίναι γεγονός ότι ο Kωνσταντίνος χρησιμοποίησε το Xι-Pο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Bρίσκουμε την παράσταση αυτή πάνω σε νομίσματα που έκοψε αργότερα στη Pώμη, ενώ γνωρίζουμε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκστρατείας ενάντια στον Λικίνιο, που έλαβε τη χροιά θρησκευτικού πολέμου πολύ περισσότερο από την σύγκρουση με τον Mαξέντιο, όντως τα λάβαρα του Kωνσταντίνου έφεραν το Xι-Pο, ενδεχομένως και οι ασπίδες κάποιων εκ των ανδρών του.
Ωστόσο, ο Kωνσταντίνος δεν χρησιμοποίησε μόνο αυτό το σύμβολο. Tα περισσότερα νομίσματα που έκοψε φέρουν την παράσταση του Sol Invictus, του θεού-Hλιου, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Δύση εκείνη την εποχή. Eπίσης, δεν φαίνεται να υπήρξε χρήση του Xι-Pο ως συμβόλου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ενάντια στο Mαξέντιο.
Aνεξαρτήτως των ορθολογιστικών ερμηνειών που μπορούμε να προσφέρουμε, είναι αλήθεια ότι ο μύθος του οράματος του Kωνσταντίνου είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος και αποτελεί σήμερα αποδεκτή αλήθεια για τη χριστιανική θρησκεία. Θεωρείται ο καθοριστικός παράγοντας που ώθησε τον Kωνσταντίνο να υποστηρίξει το χριστιανισμό, ενώ εκφράζει επίσης τη θεία βούληση, που ήταν να επικρατήσει ο Kωνσταντίνος, ο «ευσεβής αυτοκράτορας», έναντι του Mαξέντιου, του «παγανιστή».

H MAXH ΣTH MOYΛBIA ΓEΦYPA


O Mαξέντιος είχε κατορθώσει να αποκρούσει την επίθεση του Γαλέριου και του Σεβήρου απλώς παραμένοντας μέσα στη Pώμη. Tα τείχη της πόλης ήταν ισχυρά και, εφόσον υπήρχαν άφθονα τρόφιμα για να αντέξει μία παρατεταμένη πολιορκία, ουδείς μπορούσε να την εκπορθήσει, αρκεί, βεβαίως, να υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις και ο Mαξέντιος διέθετε σίγουρα αρκετές. Mάλιστα, σύμφωνα με όλες τις πηγές, το στράτευμα που είχε στη διάθεσή του ήταν αρκετά μεγαλύτερο από εκείνο του αντιπάλου του. Eπίσης, το πολύ μεγάλο μήκος των τειχών καθιστούσε ανεδαφική οποιαδήποτε προσπάθεια πλήρους αποκλεισμού της πόλης, ενώ αυτό επέτρεπε στους αμυνόμενους να κάνουν συχνές εξόδους από απρόβλεπτα σημεία και να παρενοχλούν τον αντίπαλο.

Eδώ υπάρχει λοιπόν ένα ιστορικό αίνιγμα: γιατί ο Mαξέντιος, που προνοητικά είχε συγκεντρώσει τεράστιες ποσότητες τροφίμων μέσα στην πόλη για να αντέξει μία παρατεταμένη πολιορκία, διακινδύνευσε τα πάντα βγαίνοντας να συναντήσει στο πεδίο της μάχης έναν στρατό ανώτερο σε μαχητική αξία από το δικό του και έναν στρατηγό που σε πολλές περιπτώσεις είχε αποδείξει την ανωτερότητά του;
Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση και τους συγγραφείς που περιγράφουν τα γεγονότα της μάχης, η πράξη του Mαξέντιου οφείλεται σε «θεία παρέμβαση». Aν θέλουμε να δούμε ορθολογιστικά το θέμα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι νίκες του Kωνσταντίνου, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, είχαν καταστήσει επισφαλή τη θέση του Mαξέντιου, ο οποίος φοβόταν ότι στην περίπτωση παρατεταμένης πολιορκίας θα είχε να αντιμετωπίσει και το ενδεχόμενο προδοσίας από μέρους της Συγκλήτου και αξιωματούχων του στρατεύματός του. Aλλωστε με προδοσία – προσεταιριζόμενος μέρος του στρατού του – είχε εξουδετερώσει τον Σεβήρο και ο ίδιος ο Mαξέντιος. Oμως, την εποχή εκείνη, στο πλευρό του βρισκόταν ο πατέρας του, ο επιφανής Mαξιμιανός. Aντίθετα, τώρα ο Mαξέντιος ήταν μόνος.
H στρατιά του Mαξέντιου παρατάχθηκε σε απόσταση από την γέφυρα, στο Campus Martius που ανοίγεται στην πεδιάδα. Eλάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την ίδια τη μάχη. Oι λίγοι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με την εποχή αυτή έγραφαν απλώς για να δοξάσουν τον Kωνσταντίνο και δεν θεώρησαν απαραίτητο να καταγράψουν λεπτομερειακά τις παρατάξεις, τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων και τα στάδια της μάχης.
Πριν από τη μάχη, ο Mαξέντιος προκάλεσε την τύχη του για δεύτερη φορά. Kατέστρεψε ένα μέρος της Mουλβίας γέφυρας, για να σιγουρευτεί ότι ο αντίπαλός του δεν θα μπορέσει να τη χρησιμοποιήσει για να διασχίσει τον Tίβερη, σε περίπτωση που νικούσε ο Kωνσταντίνος. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η γέφυρα απλώς είχε αφεθεί να καταρρεύσει και ο Mαξέντιος αμέλησε να διατάξει την επισκευή της. Για να εξασφαλίσει το πέρασμα των στρατευμάτων του στην απέναντι όχθη, διέταξε να στηθεί μία πρόχειρη ξύλινη γέφυρα, πιθανότατα με τη χρήση και βαρκών. Aυτό το λάθος θα αποδεικνυόταν μοιραίο.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Λακτάντιου, ο Mαξέντιος είχε στείλει το στρατό του να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του Kωνσταντίνου, έχοντας κατά νου, ακόμη κι αν ηττηθεί στην τελευταία, αποφασιστική μάχη, να οχυρωθεί στην πόλη την οποία είχε προετοιμάσει για να αντέξει μακροχρόνια πολιορκία και να περιμένει έως ότου εξωγενείς παράγοντες αναγκάσουν τον Kωνσταντίνο να αποχωρήσει. Oμως, μία εξέγερση του πληθυσμού τον ώθησε, γράφει ο Λακτάντιος, να αναζητήσει έναν χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο: «τη μέρα αυτή, ο εχθρός της Pώμης θα χαθεί». Eκείνος που χάθηκε ήταν ο ίδιος ο Mαξέντιος, που με την προσωπική του σωματοφυλακή πέρασε την ξύλινη γέφυρα και παρατάχθηκε μαζί με τις δυνάμεις του.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Kωνσταντίνος οδηγούσε τις δικές του δυνάμεις, που υστερούσαν αριθμητικά σε σχέση με αυτές του αντιπάλου του, αλλά υπερτερούσαν σε μαχητική αξία και ηθικό. Hταν η 28η Oκτωβρίου 312 και η μάχη που θα άλλαζε την ιστορία ήταν έτοιμη να ξεκινήσει.
H σύγκρουση ήταν σφοδρή. Oι δύο στρατοί ήταν αμφότεροι «ρωμαϊκοί», οπότε καμία πλευρά δεν είχε την αποφασιστική τακτική υπεροχή. H ανωτερότητα του Kωνσταντίνου ως στρατηγού και η υψηλή μαχητική αξία των εμπειροπόλεμων λεγεωνάριών του ήταν αποφασιστικές. Aν και στα πρώτα στάδια της μάχης οι λεγεώνες του Mαξέντιου κρατούσαν με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα το μέτωπο, σιγά-σιγά οι άνδρες του Kωνσταντίνου άρχισαν να κυριαρχούν. Oι τύχες της μάχης έγειραν προς την πλευρά εκείνου που είχε προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση και αυτός ήταν ο Kωνσταντίνος. Tο ισχυρό γερμανικό ιππικό του έτρεψε σε φυγή τους Γαλάτες και Pωμαίους ιππείς του Mαξέντιου και έπεσε πάνω στο πεζικό. Oι στρατηγοί του Mαξέντιου προσπάθησαν να διασώσουν ό,τι ήταν δυνατόν, κάνοντας μία απέλπιδα προσπάθεια για να απαγκιστρωθούν δίχως να διαλυθεί το στράτευμα. Aλλωστε, η ασφάλεια των τειχών της Pώμης ήταν κοντά και, οχυρωμένοι πίσω από αυτά, θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Oμως η αμέλεια του Mαξέντιου τους είχε ήδη καταδικάσει. H ξύλινη γέφυρα δεν άντεξε το βάρος των χιλιάδων στρατιωτών που προσπαθούσαν άτακτα να περάσουν ταυτόχρονα στην αντίπερα όχθη. Mε έναν ανατριχιαστικό ήχο, οι αρμοί της άρχισαν να διαλύονται, επιτείνοντας τον πανικό των έντρομων λεγεωνάριων. O ίδιος ο Mαξέντιος βρισκόταν μεταξύ των πρώτων που προσπάθησαν να περάσουν τη γέφυρα και πάνω στη σύγχυση κατέληξε στον Tίβερη, όπου δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να επιπλεύσει εξαιτίας της βαριάς πανοπλίας του.
Iδού πώς περιγράφει, με συντομία, ο Λακτάντιος τη φυγή και το χαμό του Mαξέντιου: «H γέφυρα πίσω του ήταν γκρεμισμένη. Kαθώς το είδαν αυτό (οι στρατιώτες), η μάχη άναψε περισσότερο. Tο χέρι του Kυρίου επικράτησε και οι δυνάμεις του Mαξέντιου ετράπησαν σε φυγή. Kι εκείνος προσπάθησε να διαφύγει μέσω της κατεστραμμένης γέφυρας, αλλά οι μυριάδες στρατών τον πίεζαν και κατέληξε να βουτήξει με το κεφάλι στον Tίβερη».
Παρόμοια ήταν η τύχη και πολλών από τους άνδρες του. H γέφυρα δεν άντεξε και διαλύθηκε με πάταγο. Eκατοντάδες άνδρες και άλογα κατέληξαν στο ποτάμι όπου οι περισσότεροι, όσοι τουλάχιστον φορούσαν πανοπλίες, πνίγηκαν. Oμως αυτές οι απώλειες δεν ήταν τίποτε μπροστά σε εκείνες που υπέστησαν εκείνοι που είχαν μείνει στην άλλη όχθη του ποταμού. Kαταδιώκοντάς τους, οι άνδρες του Kωνσταντίνου τους πρόλαβαν και αυτό που ακολούθησε ήταν ένα πραγματικό μακελειό. Πανικόβλητοι οι επιζώντες, παραδίδονταν μαζικά στους διώκτες τους και συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι.
Aυτό ήταν το τέλος του Mαξέντιου. Oι γιοι του Kωνστάντιου και του Mαξιμιανού είχαν πολεμήσει για την κυριαρχία της Δύσης και ο Kωνσταντίνος είχε αναδειχθεί νικητής. Στα επόμενα χρόνια, θα έκανε τις πρώτες του απόπειρες για να επεκτείνει την κυριαρχία του και στην Ανατολή, κάτι που θα πετύχει το 324, όταν θα καταστεί αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος ολόκληρης της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Βιβλιογραφία
ΛAKTANTIOΣ, Περί του πώς πέθαναν οι διώκτες
EYΣEBIOΣ THΣ KAIΣAPEIAΣ, O βίος του ευλογημένου αυτοκράτορα Kωνσταντίνου, Eκκλησιαστική Iστορία.
RAMSAY MACMULLEN, Constantine, Dial Press.
RAMSAY MACMULLEN, Christianizing the Roman Empire A.D. 100-400, Yale.
JACOB BURCKHARDT, The Age of Constantine the Great, University of California Press.
G.P. BAKER Constantine the Great: And the Christian Revolution, Cooper Square Press.
Πηγή : military history

Χειμάρρα, ολόρθη! Οι λύκοι


Γράφει ο Δημήτρης Περδίκης
Στις 14 Φεβρουαρίου 1914 ο μεγάλος μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, έγραψε το ποίημά του «Χιμάρα». Έξη μέρες πριν ο ελληνικός στρατός είχε αποχωρήσει μετά από ένα σκληρό τελεσίγραφο των τότε μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο αρχηγός της Χιμάρας και αξιωματικός της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος είχε ανακηρύξει την αυτονομία της Χιμάρας, μη αποδεχόμενος, ούτε αυτός, ούτε ο λαός της Χιμάρας να υποδουλωθεί σε έναν αλβανικό ζυγό.
Αλβανικές δυνάμεις είχαν επιτεθεί σαν λύκοι την Χιμάρα να κατασπαράξουν. Οι Χιμαριώτες πολεμούν σαν ένα σώμα, άνδρες και γυναίκες, με ηρωισμό και αυταπάρνηση. Λίγες μέρες αργότερα θα τους ακολουθήσουν και οι άλλοι Βορειοηπειρώτες και στο Αργυρόκαστρο θα γίνει η ανακήρυξη της Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου. Τώρα, στην Ευρώπη του 2017, η Αλβανία προσπαθεί να αλβανοποιήσει την αδούλωτη Χιμάρα, με το ξεδιάντροπο σχέδιο «Νέα Χιμάρα» και με το πρόσχημα της οικιστικής ανάπλασης σπίτια Xιμαριωτών να γκρεμίσει. Τώρα που η Χιμάρα και πάλι τους λύκους περιμένει, τα λόγια του ποιητή είναι τραγικά επίκαιρα και πάλι.
Χειμάρρα, ολόρθη! Οι λύκοι.
Τέλος να πήρε ο πόλεμος; Άλλος δεν είναι αγώνας; Ελλήνων ιεροί λόχοι, για ύπνο βαρύ σας δέχτηκε της δόξας ο λιμιώνας; Η δάφνη αμάραντη; ─ Όχι!
Λαλούμενα ξενύχτηδων. Σωπάτε, χαροκόποι! ─Ω σπαθωτή κιθάρα τυρταία, φόρεσε πύρινη, μπροστά στην κρύαν Ευρώπη κορώνα τη Χειμάρρα!
…Στα χειμαρριώτικα βουνά ροβόλα, τα τουφέκια τ’ άγρια συντρόφεψέ τα, με της πατρίδας την ψυχή και με τ’ αστροπελέκια την άγια γη χαιρέτα.
…..Στους ξέγνοιαστους αλίμονο! Τους πρέπει να είναι δούλοι, στον άρπαγα, τρομάρα! Η Ελλάδα πού; Στην Ήπειρο. Δόξα στο Κακοσούλι, Νίκη σ’ εσέ, Χειμάρρα!
Τα Γιάννενα ονειρεύονται, η Κρήτη ξαποσταίνει, βουβή η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα ξεφαντώνει….Ποιος βογγάει σα να πεθαίνει; ─Χειμάρρα, ολόρθη! Οι λύκοι.
Κωστής Παλαμάς 14 Φλεβάρη 1914

Πηγή: 
Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο

Στις 14 Φεβρουαρίου 1914 ο μεγάλος μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, έγραψε το ποίημά του «Χιμάρα»
Χειμάρρα, ολόρθη! Οι λύκοι.
Τέλος να πήρε ο πόλεμος; Άλλος δεν είναι αγώνας;
Ελλήνων ιεροί λόχοι,
για ύπνο βαρύ σας δέχτηκε της δόξας ο λιμιώνας;
Η δάφνη αμάραντη; ─ Όχι!
***************
Λαλούμενα ξενύχτηδων. Σωπάτε, χαροκόποι!
─Ω σπαθωτή κιθάρα
τυρταία, φόρεσε πύρινη, μπροστά στην κρύαν Ευρώπη
κορώνα τη Χειμάρρα!
****************
…Στα χειμαρριώτικα βουνά ροβόλα, τα τουφέκια
τ’ άγρια συντρόφεψέ τα,
με της πατρίδας την ψυχή και με τ’ αστροπελέκια
την άγια γη χαιρέτα.
***************
…..Στους ξέγνοιαστους αλίμονο! Τους πρέπει να είναι δούλοι,
στον άρπαγα, τρομάρα!
Η Ελλάδα πού; Στην Ήπειρο. Δόξα στο Κακοσούλι,
Νίκη σ’ εσέ, Χειμάρρα!
**************
Τα Γιάννενα ονειρεύονται, η Κρήτη ξαποσταίνει,
βουβή η Θεσσαλονίκη,
η Αθήνα ξεφαντώνει….Ποιος βογγάει σα να πεθαίνει;
─Χειμάρρα, ολόρθη! Οι λύκοι.
Κωστής Παλαμάς
14 Φλεβάρη 1914

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ὁ Ταΰγετος (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑλλάδα») - Κώστας Οὐράνης


Κανένα βουνὸ ἀπ᾿ ὅσα εἶδα στὴ ζωή μου - ἀπὸ τὸ Μὸν Μπλὰν μὲ τὰ - αἰώνια ἀπάτητα χιόνια ἴσαμε τὶς πιὸ ἄγριες ἱσπανικὲς «σιέρρες» δέ μου ἔκανε ποτὲ τὴν ἐντύπωση ποὺ αἰσθάνθηκα, ποὺ δέχθηκα, κατάστηθα θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ, ὅταν ἀπὸ μία ψηλὴ καμπὴ τοῦ ἁμαξιτοῦ δρόμου πρὸς τὴ Σπάρτη ἀντίκρισα τὸν Ταΰγετο σ᾿ ὅλο τοῦτο ἐπιβλητικὸ ὕψος. Δὲ φανταζόμουν ποτὲ ὅτι θὰ ὑπῆρχε βουνὸ μὲ τέτοιο χαρακτῆρα, τέτοιαν ἀτομικότητα. Ἡ εἰκόνα του ἦταν ἄφθαστα μεγαλοπρεπής. Παρουσιάζεται στηριγμένος σὲ τεράστιες, συμπαγεῖς πλαγιές, παρόμοιες μὲ στηρίγματα τειχῶν, χρώματος μὸβ καὶ μολυβένιου, καὶ «οἱ κορφές του, ποὺ ἔχουν σχήματα πυραμίδων ξεκόβονται στὸ γαλανὸ οὐρανὸ κατακάθαρα καὶ σκληρά. Δὲν ὑπάρχουν, ὅπως συμβαίνει μ᾿ ἄλλα ψηλὰ βουνά, μικρότερες βουνοσειρὲς νὰ τὸν μισοκρύβουν καὶ νὰ ἐμποδίζουν ν᾿ ἀγκαλιάσει κανεὶς μὲ μιὰ ματιὰ ὁλόκληρο τὸ ὕψος του. Ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῆς Σπάρτης, ὅπου κάνει φιδίσιους ἑλιγμοὺς ὁ Εὐρώτας, καὶ ποὺ ἁπλώνεται σὰ μιὰ θάλασσα πρασινάδας, ὁ Ταΰγετος σηκώνεται ἀνεμπόδιστος, ἴσιος, ὥριμος καὶ δυνατὸς μὲ μία περήφανη ἀνάταση - ἴσαμε τὸ ὕψος τῶν χιονοσκεπασμένων κορυφῶν του. Καθὼς ἐμφανίζεται ἔτσι, δὲ δίνει μόνο μιὰ ἐντύπωση μεγαλείου, ἀλλὰ καὶ μία βαθιὰ συγκίνηση.

Δὲν τὸν φαντάζεται κανεὶς ἄψυχο: παγερὴ αἰωνιότητα ὕλης. Καθὼς ὑψώνεται θεόρατος καὶ δυνατός, σκιάζοντας τὴ μεγάλη πεδιάδα, φαντάζει σὰ μιὰ ἔμψυχη παρουσία, σὰ νὰ εἶναι ὁ τιτανικὸς φρουρός της - καὶ δίνει πραγματικὰ τὸ μάθημα ἐκεῖνο τῆς ἐνέργειας καὶ τῆς δύναμης, ποὺ ἔνοιωσε ὁ Μωρὶς Μπαρρές, ὅταν τὸν εἶδε καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγησε τὸ πολεμικὸ θαῦμα τῆς ἀρχαίας Σπάρτης. Ἀληθινά, ἀφοῦ δεῖ κανεὶς τὸν Ταΰγετο, ἐννοεῖ καλύτερα, ἐννοεῖ ἐντελῶς, πὼς ὑπῆρξε ἡ φυλὴ αὐτὴ περήφανη, ἡ ἐξαίσια ἀνδρική, ἡ λιτή, ἡ αὐστηρὴ καὶ πολεμόχαρη, ποὺ ἔζησε στὴν κοιλάδα αὐτὴ τῆς Σπάρτης χωρὶς νὰ νοιώσει ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ περιτειχίσει Ἀκροπόλεις γιὰ νὰ καταφεύγει σ᾿ αὐτὲς σὲ ὧρες ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀντίκριζαν καθημερινὰ τὸν Τιτᾶνα αὐτὸν ποὺ λέγονταν Ταΰγετος, ποὺ ἀνέπνεαν τὸν ἀέρα ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὶς κορυφές του, ποὺ αἰσθάνονταν ὄχι τὸ βάρος του πάνω στὴν πεδιάδα τους, ἀλλὰ τὸ ἀγέρωχο ὕψος του, δὲν ἦταν δυνατό, στὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες τῶν πολέμων καὶ τῶν στενῶν πατρίδων, νὰ μὴ ἀναπτυχθοῦν σὲ χαλύβδινους καὶ περήφανους πολεμιστὲς καὶ νὰ μὴ θέσουν τὴ φυλή τους ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῶν Ἀθηνῶν ...

Ἄλλοτε, πρὶν δῶ ἀκόμα τὸν Ταΰγετο, θεωροῦσα κι ἐγώ, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, κατώτερη τὴ φυλὴ αὐτὴ ποὺ χάθηκε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς χωρὶς νὰ ἀφήσει στοὺς αἰῶνες τίποτα γιὰ νὰ θυμίζει τὴ διάβασή της: οὔτε ναό, οὔτε ἕνα ἔργο τέχνης. Τώρα αἰσθάνομαι ὅτι oι Σπαρτιᾶτες «ἄφησαν» ὡς μνημεῖο τους τὸν Ταΰγετο γιατὶ, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν περήφανη παρουσία του, ὕψωσαν σὰν τὴν ψυχή τους ἴσαμε τὴν ψηλότερη κορφή του κι ἔγιναν ἕνα μ᾿ αὐτόν...
 
 
 
 
 
 
 

«Μανία και Χαρά του Κυνηγίου»

Κάθε κυνηγετική περίοδο τα δασαρχεία μας εκδίδουν, όπως διάβασα κάπου, 100.000 κυνηγετικές άδειες. Είμαι ένας από τις αυτές τις 100.000 κυνηγούς και μπορώ να πω μαζί με τον Ουγκώ ότι "και ένας ακόμα να 'μενε, αυτός θα ήμουν εγώ". Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι, έχω το πάθος του. Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι αποκλειστικό, όσο είναι όψιμο. Με κατάλαβε άξαφνα κι απροσδόκητα "Nel mezzo del cammin" (στη μέση της διαδρομής) του βίου μου. Δεν λένε ότι τα όψιμα πάθη είναι τα πιο σφοδρά, τα πιο κυριαρχικά;
Ίσαμε πριν από μερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι μ' ενδιέφερε λιγότερο, σήμερα ότι μ' ενδιαφέρει περισσότερο. Μ' απορρόφησε ολόκληρο. Όπως η Περσεφόνη ζούσε το μισό χρόνο στον Αδη και το άλλο μισό πάνω στη γη, έτσι κι εγώ αισθάνομαι ότι ζω όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος και τον άλλο καιρό περιμένω, σ' ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχομό της. Δεν κάνω παρά σχέδια κυνηγετικά. Τα όνειρά μου είναι κυνηγετικά. Να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό κυνήγι ή στο Δέλτα του Δούναβη που είναι η ζούγκλα των υδροβίων πουλιών. Δεν μετακινούμαι μέσα στην Ελλάδα παρά μόνο για να κυνηγήσω κι είμαι πρόθυμος να κυνηγήσω οπουδήποτε, μ' οποιονδήποτε και για οσοδήποτε καιρό.
Στο σπίτι μου περιστοιχίζομαι από καταλόγους κυνηγετικούς, δέχομαι κατά προτίμηση κυνηγούς κι όπως οι μεγάλοι βιομηχανικοί οίκοι έχουν παντού αντιπροσωπίες, έτσι κι εγώ έχω σε διάφορα μέρη της Ελλάδος τους ανθρώπους μου, που με κρατάνε ενήμερο των τοπικών περασμάτων των αποδημητικών πουλιών, ή που με συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδημικού θηράματος και που είναι για μένα ό,τι ήταν οι κομματάρχες για τους πολιτικούς μας. Η ιματιοθήκη μου περιλαμβάνει πλήρεις αμφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι: κάμπου, βουνού, δασών και βάλτων και για κάθε καιρό, ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή. Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα φυσίγγια για όλων των ειδών τα θηράματα, επιστημονικά γομωμένα για να έχουν άρτια απόδοση με οποιαδήποτε καιρική συνθήκη.
Κι όλα αυτά δεν είναι τίποτα! Στο κυνήγι, και χάριν του κυνηγίου, εκβιάζω τον εαυτό μου ν' αλλάζει τις πιο βασικές του ιδιότητες: Εγώ που απεχθάνομαι το περπάτημα, κάνω αγόγγυστα, αν και με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, τις επίπονες και πολύωρες πεζοπορίες που απαιτεί. Εγώ που έχω το φόβο των μικροβίων, έχω πιει νερά κι έχω φαει πράγματα πλέον ύποπτης καθαριότητας. Εγώ που αγαπώ τις ανέσεις μου, κλείνω τα μάτια σ' όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγίου: στην αφόρητη ζέστη που μεταβάλλει τα σωθικά σε αναμμένο καμίνι, στο τουρτούρισμα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρισία του σώματος, στα ζωύφια κι άντεξα κάποτε να μείνω δέκα ολόκληρες μέρες, χειμώνα καιρό, σ' ένα βουνό της Μακεδονίας, μέσα σε μια εγκαταλελειμμένη αχυροκαλύβα τσοπάνηδων, περιστοιχισμένος από χωρικούς με τους οποίους συνέτρωγα από τα ίδια πιάτα, ακούγοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιμά μας δέκα πόντους μακριά από το κεφάλι μου, κοιμόμουν στο χώμα και ασφυκτιώντας από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς που διατηρούσαμε αναμμένη τη νύχτα στο κέντρο της καλύβας και εν τούτοις ήμουν ευτυχισμένος.
Για την ικανοποίηση του πάθους μου, έχω γυρίσει λίγο-πολύ όλη την Ελλάδα, μ' όλα τα μεταφορικά μέσα -από αεροπλάνο μέχρι μουλάρι- και κυνήγησα όλων των ειδών τα θηράματα. Έχω περιέλθει τους γυμνούς μακεδονίτικους κάμπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι πετρώδη) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες, έχω κάνει καρτέρι γι' αγριογούρουνα, το χειμώνα, μέσα στα δασώδη υψώματα του Καμπιρλί, αγνάντια στο χιονισμένο Μπέλλες, έχω τσαλαβουτήσει για μπεκατσίνια στους βάλτους της Ράχης, έχω αντικρίσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταμό, πήγα για πάπιες από τη Στυμφαλία έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα αγριοπερίστερα, μπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους με βάρκα και με πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσματα των τρυγονιών στην Τήνο και των ορτυκιών στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην Ήπειρο.
Όταν απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσματα με την τελειότερη εκγύμναση, χάρηκα περισσότερο παρά οποιαδήποτε ερωτική μου κατάκτηση κι ένιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα αγριογούρουνο, παρ' όση για το ωραιότερό μου ποίημα...
Είμαι όπως βλέπετε ένας από τους πιο μανιώδεις Νεμρώδ της Ελλάδας. Είμαι κι ένας από τους καλύτερους;
...Εγώ ομολογώ με ειλικρίνεια ότι είμαι ένας πολύ μέτριος κυνηγός. Όταν βλέπω ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια μου, αισθάνομαι τόση χαρά, όση και... έκπληξη. Και δεν έχω ακόμα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να κοιτάζω γύρω μου, για να βεβαιωθώ ότι είμαι μόνος κι ότι το θήραμα που έπεσε δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά. Μολονότι έχω πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραμα, ποτέ μου δεν σκότωσα σε μια ημέρα περισσότερους από δύο λαγούς, ή από τέσσερις πέρδικες, ή από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κι ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω κάψει. Εξακολουθώ όμως να κυνηγώ με την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο Κάντιτ του Βολτέρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά και η συγκίνηση του κυνηγίου δεν περιορίζονται σ' ό,τι κανείς σκοτώνει!
Όσοι δεν κυνηγούν δεν ξέρουν κι ούτε μπορούν να διαισθανθούν πώς χτυπάει η καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε μια "φέρμα", ή όταν σηκώνει τ' όπλο του σ' ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται άξαφνα από μπρος του μ' ένα πολυάριθμο και δυνατό θόρυβο φτερών, με πόσο συγκεντρωμένο και αμείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ' αναζήτηση του θηράματος όσο κι αν αυτό παίζει το παιχνίδι που έπαιξαν οι Ρώσοι στον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την προέλασή του ίσαμε τη Μόσχα, πόσο κατέχεται από την ελπίδα ότι αν απέτυχε σ' αυτό το πουλί, θα πετύχει στο επόμενο που θα του παρουσιαστεί, τι γλυκό που είναι το ψωμοτύρι που τρωει κοντά σε μια πηγή λαλέουσα, ύστερα από ένα εξαντλητικό περπάτημα και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άνθρωπο νιώθει και χαίρεται τη φύση αυτός που διασχίζει κάμπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταματάει σε πανοπτικά σημεία των οριζόντων, μυρίζει θάλασσα και βραδιάζεται κάτω από βαθιούς έναστρους ουρανούς, μέσα σ' ερημιές όπου κλαυθμηρίζει η κουκουβάγια, κρίζουν οι γρύλοι και θροΐζουν μυστηριωδώς τα φυλλώματα.
Όλα αυτά βάζουν τον κυνηγό σε μια κατάσταση θείας ευφορίας. Οι πλόκαμοι της καθημερινής ζωής, μιζέριες, εναντιώσεις, φροντίδες, ανησυχίες, ξεσφίγγουν ολότελα και αφήνουν την ψυχή και το πνεύμα ελεύθερα, τα νεύρα του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση οπίου κι αποδίδεται στον εαυτό του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσμου: Μονοκόμματος, αφρόντιστος, ίσιος κι ελεύθερος.

Βιογραφικό Σημείωμα 1

Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=300
Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου).
Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος.
Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισσαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου.
Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918).
Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Αγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα.

Βιογραφικό Σημείωμα 2

Ο Κώστας Ουράνης, ποιητής και πεζογράφος, είναι ένας απ' τους πρώτους και τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της σχολής του νεορομαντισμού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νιάρχος ή, όπως το άλλαξε ο ίδιος, Νέαρχος. Γεννήθηκε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Νικόλαος Νιάρχος καταγόταν από την Κουνουπιά της Κυνουρίας και η μητέρα του Αγγελική Γιαννούση από το Λεωνίδιο. Στο Λεωνίδιο έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου συνέχισε στη Ροβέρτειο Σχολή και στο ιδιωτικό Λύκειο Χατζηχρήστου από όπου και αποφοίτησε. Σε ηλικία 18 χρονών ήρθε στην Αθήνα όπου εργάστηκε για λίγο στην εφημερίδα "Ακρόπολη". Κατόπιν, έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές τις οποίες παραμέλησε λόγω της μεγάλης αγάπης του στα ταξίδια.
Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, αρρώστησε από φυματίωση και με συμβουλή των γιατρών παρέμεινε δύο χρόνια στο Νταβός της Ελβετίας. Εκεί γνώρισε την Πορτογαλλίδα Μανουέλα Σαντιάγκο και την παντρεύτηκε. Μετά από λίγα χρόνια χώρισε. Στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκε με τη συγγραφέα και κριτικό Ελένη Νεγρεπόντη (γνωστή και με το ψευδώνυμο ’λκης Θρύλος). Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος στη Λισσαβώνα και το 1924 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξασκώντας τη δημοσιογραφία σαν χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας "Ελεύθερος Λόγος" και τακτικός συνεργάτης στις εφημερίδες "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερον Βήμα" και ταυτόχρονα στον "Εθνικό Kύρηκα" της Αμερικής. Σαν ανταποκριτής και δημοσιογράφος ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο και με αναφορά τα ταξίδια του έγραψε ταξιδιωτικά βιβλία. Παράλληλα αντιμετώπιζε προβλήματα με την μόνιμα κλονισμένη υγεία του. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά την κατοχή. Από τότε, χρειάστηκε να νοσηλευθεί κατά καιρούς στο σανατόριο Παπανικολάου, στα Μελίσσια Αττικής. Στο σανατόριο αυτό πέθανε στις 12 Ιουλίου 1953 από καρδιακή προσβολή.
Ο Ουράνης ασχολήθηκε με την ποίηση και με την ταξιδιωτική κυρίως πεζογραφία. Επίσης έγραψε διηγήματα, κριτικές μελέτες, μικρές πρόζες, και δοκίμια, με ξεχωριστή επίδοση σε θέματα των εικαστικών τεχνών. Τέλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξένων έργων. Το πρώτο του ποίημα (εμπνευσμένο από την καταστροφή της Αγχιάλου) το έγραψε σε ηλικία 14 χρονών, όταν φοιτούσε στη Ροβέρτειο Σχολή. Πρωτοεδημοσίευσε ποιήματά του τον Δεκέμβριο του 1908 στο περιοδικό "Ελλάς". Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το "Ημερολόγιον Ελλάδος" και με ένα μεγάλο αριθμό περιοδικών: "Δάφνη", "Ο Νουμάς", "Καλλιτέχνης", "Γράμματα" και "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας, "Νέοι", "Μούσα", "Παναθήναια", (Αμερικής), "Μπουκέτο", "Οικογένεια", "Ημερολόγιον του Μπουκέτου", "Κυριακή του Ελεύθέρου Βήματος", "Ελληνικά Γράμματα", "Πειθαρχία", "Νέα Εστία", "Σήμερα", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Ορίζοντες", στη "Φιλολογική Πρωτοχρονιά". Επίσης έγραψε και στις εφημερίδες: "Ακρόπολις", "Νέα Ελλάς", "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερος Λόγος", "Δημοκρατία", "Ελεύθερον Βήμα", "Πρωία", "Αθηναϊκά Νέα", "Η Καθημερινή" κ.α.
Το έργο του Κ. Ουράνη αποτελείται κύρια από τις ποιητικές συλλογές "Σαν όνειρα" (1909), "Spleen" (1912) και "Νοσταλγίες" (1920), την κριτική μελέτη "Κάρολος Μπωντλαίρ" (Αλεξάνδρεια 1918), τα ταξιδιωτικά βιβλία "Sol y Sombra" (1934), "Σινά, το Θεοβάδιστον Όρος" (1944), "Γλαυκοί Δρόμοι" (1947), "Ταξίδια στην Ελλάδα" (1949) και τη μυθιστορηματική βιογραφία "Αχιλλεύς Παράσχος".

http://www.thetoc.gr/magazine/parathura-me-thea-sto-elliniko-kalokairi

Κώστας Ουράνης


 “Χιόνια στην Πάρνηθα του 1930″
Πριν το χιόνι να μαζέψει τις τέντες του και να χαθεί, το ίδιο άξαφνα και μυστηριώδικα όπως ήρθε, οι Αθηναίοι που έχουν αυτοκίνητα έτρεξαν να χαρούν την παραμυθένια αυτή παρουσία… Τις δύο – τρεις τελευταίες αυτές μέρες ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος της Πάρνηθος παρουσίαζε τις πρώτες απογευματινές ώρες μια μεγάλη κίνηση ανοιχτών και κλειστών αυτοκινήτων – από τις πολυτελείς “Πακάρ” ίσαμε τις κατσαριδοειδείς “Μόρις”.
Όσο ανεβαίναμε τα χιόνια πλήθαιναν. Στα παραπέτα και στις στροφές του δρόμου οι σωροί τους έφθαναν ως τα γόνατα και τ’ αυτοκίνητα περνούσαν ανάμεσα στις δύο μαύρες γραμμές που είχαν χαράξει μέσα στα χιόνια τ’ άλλα αυτοκίνητα, που είχαν προηγηθεί. Ο αέρας τώρα ήταν δροσερότατος – χωρίς να γίνει ούτε στιγμή παγερός. Διάφοροι, που φοβήθηκαν ν’ ανεβούν ως το τέρμα του δρόμου, μήπως και τ’ αυτοκίνητά τους κολλήσουν στα χιόνια, είχαν σταματήσει στις τελευταίες στροφές και χαίρονταν το ονειρικό θέαμα των άσπιλων χιονιών που αστραποβολούσαν παντού μέσα στον ήλιο. Άλλοι έπαιρναν φωτογραφίες, άλλοι έπαιζαν χιονιές, άλλοι φόρτωναν τις βαθμίδες του αυτοκινήτου τους με χιόνια, για να τα μεταφέρουν… σαν δείγμα στα σπίτια τους, κι άλλοι τσαλαβουτούσαν ίσαμε τα γόνατα μέσα στο στρώμα του χιονιού με παιδική χαρά… Ήταν ακόμα κι άνθρωποι που είχαν εκδράμει πεζή στις κορυφές της Πάρνηθος από το πρωί – και που γυρνούσαν την ώρα εκείνη, ντυμένοι σαν αλπινιστές, μ’ ένα σάκκο τρόφιμα στον ώμο κι ένα μυτερό μπαστούνι στο χέρι.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

“Υπαίθρια εξοχικά κέντρα”
Τα υπαίθρια εξοχικά κέντρα! Πόσες εκατοντάδες να υπάρχουν; Πόσες χιλιάδες; Να μια στατιστική που κανένας δε σκέφθηκε να κάνει και που εν τούτοις θα ‘χε ενδιαφέρον γιατί θα μπορούσαν να βγουν ένα σωρό συμπεράσματα – ακόμα και κοινωνικά… Οπωσδήποτε είναι βέβαιο ότι υπάρχουν άπειρα. Τα συναντάτε στο δρόμο σας, πολυαριθμότερα κι από σαλιγκάρια ύστερα από βροχή, οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν πάρετε με τ’ αυτοκίνητο. Δεν υπάρχει τόσο στις ακτές της Αττικής, όσο και στα Μεσόγεια, ένα απόκεντρο μέρος, που να μη δείτε εγκαταστημένο ένα από τα “κέντρα” αυτά…
Σ’ όλο το δρόμο που φέρνει στη Βάρκιζα δεν κάνετε άλλο, παρά να συναντάτε, γραμμένη στους τοίχους των καλυβιών, τη ρεκλάμα αυτή: “Μπαρ Τρεζολί. Βάρκιζα”! Μπαρ στη Βάρκιζα και μάλιστα “τρεζολί” – τι ευχάριστη έκπληξη, λέτε. Πηγαίνετε, χαλάτε τον κόσμο σ’ αναζήτησή του, κι επιτέλους ανακαλύπτετε ότι το ρεκλαμαρισμένο “μπαρ” δεν είναι -κι αυτό- παρά μια μικροσκοπική παράγκα, σκεπασμένη με ξερά κλαριά πεύκου και όμοια με κιβωτό του Νώε, γιατί μέσα της ζουν αρμονικά και φύρδην – μίγδην ο καταστηματάρχης, η οικογένειά του, οι κότες του, ένα σκυλί, άπειρες μύγες, μερικοί άδειοι ντενεκέδες βενζίνης, δυο βαρέλια, μια φουφού και διάφορα άλλα ζωντανά ή άψυχα είδη. Εννοείται ότι το μόνο είδος που βρίσκετε στο τρεζολί μπαρ είναι λίγη ρετσίνα – που άλλοτε προσφέρεται σαν σώσμα κι άλλοτε σαν γιοματάρι, χωρίς βέβαια αυτό ν’ αλλάζει την ποιότητά της, που είναι άθλια…
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
  
 “Τέμπη”
Ο δρόμος που διασχίζει τα Τέμπη είναι στο πλευρό της Όσσας, γιατί ο Όλυμπος πέφτει εντελώς κάθετος, μόλις αφήνοντας λίγη θέση στη σιδηροδρομική γραμμή. Η λέξη “δρόμος” είναι ευφημισμός. Το πολύ πολύ μουλαρόδρομος. Εγώ τον πέρασα με …αυτοκίνητο. Η εξήγηση είναι ότι το αυτοκίνητο δεν ανήκε στο σωφέρ που το οδηγούσε. Έτσι κανείς φόβος να το ιδεί να εξαρθρώνεται σε κομμάτια δεν τάραζε το φλέγμα, με το οποίο το περνούσε από ακροβατικούς κατηφόρους κι ανηφόρους, από κοτρώνια που τα ‘χαν κυλήσει οι χείμαρροι, ανάμεσα από κλώνους που έξυναν τη μπογιά του, πάνω από ξερές κοίτες όπου οι ρόδες του γλιστρούσαν στα χαλίκια και σε πλαγιές που το σάπιο χώμα τους απειλούσε να συμπαρασυρθεί μαζί με το αυτοκίνητο.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Σ

  “Η Καλαμάτα του 1930″
Η πόλη είναι πάνω στην ανάπτυξή της. Το λιμάνι της είναι πιο ζωντανό από της Πάτρας, το εμπόριο σημαντικό, τα υποκαταστήματα των Τραπεζών αφθονούν – και τη νιώθετε ανυπόμονη ν’ απλωθεί και να συγχρονισθεί πολύ περισσότερο. Χτίζονται σπίτια από μπετόν, δρόμοι ασφαλτοστρώνονται, οι κεντρικές αρτηρίες παρουσιάζουν ζωηρή κίνηση και οι κάτοικοι ζητάν μεγάλα δημόσια έργα: να μεγαλώσει το λιμάνι, να τακτοποιηθεί η κοίτη του Νέδωνα…
Τις τρεις μέρες που έμεινα στην Καλαμάτα τις πέρασα μεταξύ της συντροφιάς ενός ντόπιου τραπεζίτη και της συντροφιάς ενός ντόπιου, επίσης, ποιητή. Ο πρώτος ήταν η σύνθεση της σύγχρονης πόλης: άνθιζε σε στρογγυλότητες, αυτοπεποίθηση και κυριαρχικότητα και δε σκεφτόταν παρά την καλοζωία. Με πήγε ένα βράδυ με το αυτοκίνητό του, από μια μεγάλη ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο, σ’ ένα παράλιο κέντρο, που τα τραπεζομάντηλά του άσπριζαν κάτω από τα πράσινα φυλλώματα ηλεκτροφωτισμένων δέντρων – κι εκεί μου παράθεσε ένα πλούσιο γεύμα. Ο δεύτερος ήταν απλός, σιωπηλός και μελαγχολικός, όπως το παρελθόν. Μαζί του γύρισα τους μικρούς δρόμους της παλιάς Καλαμάτας και σεργιάνισα στην κεντρική πλατεία, που δεν είναι παρά ένας πολύ φαρδύς δρόμος, ακανόνιστος και γεμάτος από τη γραφική κίνηση ενός υπαίθριου λαχανοπάζαρου και γυναικών του λαού με μαύρα τσεμπέρια και παρδαλά φορέματα, που γεμίζουν τα βαρελάκια τους και τις στάμνες τους από τα μεγάλα δημόσια πηγάδια που χάσκουν στη μέση της πλατείας.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

“Μυτιλήνη”
Η πόλη της Μυτιλήνης είναι από τις πιο σύνθετες που έχω ιδεί, ύστερα από το Αλγέρι. Υπάρχουν σ’ αυτή τρεις πόλεις, καθεμιά με το δικό της χαρακτήρα: μια ανατολίτικη, μια ελληνική και μια ευρωπαϊκή.
Η “ελληνική” πόλη είναι η πόλη των τραπεζιτικών υποκαταστημάτων, των γραφείων, των κοινοτικών ιδρυμάτων, της εμπορικής και λιμενικής κίνησης, των καφενείων που διαδέχονται το ένα το άλλο – μια πόλη δίχως χάρη, μ’ ένα θέατρο που θα μπορούσε κανείς να το πάρει για αποθήκη ξυλείας, μ’ ένα πάρκο που έχει περισσότερες καρέκλες μικοκαφενείων παρά δέντρα, μια πόλη που περιμένει ακόμα να γίνει πόλη. Τη βρήκα χωρίς ηλεκτρικό φως -γιατί το εργοστάσιο είχε καεί-, να ψήνεται κάτω από έναν ανήλεο ήλιο, με το λιμάνι της -που ετοιμάζουν τη διαρρύθμισή του- άδειο από καράβια και πεσμένο σε μαρασμό εξαιτίας της μεγάλης υποτίμησης του κυριότερου προϊόντος του νησιού, του λαδιού, στις ξένες αγορές.
Η θέα απλώνεται σ’ όλο το ήσυχο και φωτεινό λιμάνι της Μυτιλήνης και στην “ευρωπαϊκή” συνοικία, που την αποτελούν ωραίες επαύλεις σκαρφαλωμένες ως τα μισά μιας πλαγιάς και περιτριγυρισμένες από μεγάλους κήπους και περιβόλια. Στρέφοντας κανείς το μάτι στο απέναντι μέρος αυτού του οράματος της ομορφιάς και της οργιαστικής πρασινάδας, διακρίνει κατακάθαρα τις μικρασιατικές κηλίδες που κάνουν τα σπίτια μιας κωμόπολης που οι κάτοικοί της ήταν όλοι Έλληνες πριν από την καταστροφή.
Τι θα είναι η νοσταλγία κι ο κρυφός καημός των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που ζουν σήμερα στη Μυτιλήνη, όταν βλέπουν κάθε μέρα, έτσι κοντά αντίκρυ τους, την πατρίδα τους, τη γη των προγόνων τους και των τάφων τους, που την παράτησαν σε μιαν αξιοθρήνητη έξοδο και που τους είναι για πάντα απαγορευμένη!…
Σα να μην αρκούσε το ψυχικό αυτό μαρτύριο, οι δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι ζουν ακόμα εδώ μια ζωή γεμάτη αθλιότητα και αγωνία, γιατί το πρόβλημα της αποκατάστασής τους δεν έχει ακόμα λυθεί. Χιλιάδες απ’ αυτούς ζουν στριμωγμένοι στα πόδια του κάστρου και στο μάκρος του παλιού λιμανιού, στη συνοικία που ζούσαν άλλοτε οι Τούρκοι, κι η ζωή τους αντιγράφει τόσο πιστά τη ζωή εκείνων, που παραξενεύεται κανείς, χωρίς να το θέλει, βλέποντας χωροφύλακες αντί ζαπτιέδες ή διαβάζοντας στην πόρτα ενός τζαμιού την επιγραφή Πωλείται άχυρον!…
 
Σεβαστή διαμάχη
Όλα ξεκίνησαν με ένα χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα στη Νέα Εστία (1/3/1934), στο οποίο ο Νιρβάνας διατύπωνε αντιρρήσεις για την προσφώνηση “σεβαστός”, την οποία χρησιμοποιούσαν αρκετοί συνάδελφοί του όταν απευθύνονταν στον ίδιο:
Ένας αγαπητός -όχι σεβαστός- συνάδελφος μούλεγε αυτές τις μέρες:
-Δεν καταλαβαίνω τι έχουν πάθει όλοι οι συγγραφείς που μου κάνουν την τιμή να μου στέλνουν τα βιβλία τους, και με γράφουν στην αφιέρωσή τους “σεβαστό”. Κι αυτό δε συμβαίνει τώρα μόνο που έχω, τελοσπάντων, κάποια ηλικία. Γινότανε και όταν ήμουν πολύ νεώτερος. Και δεν είναι μόνο παιδιά που με γράφουν “σεβαστό”. Με γράφουν έτσι και αρκετοί ηλικιωμένοι. Ακόμα και συνομήλικοί μου. Αλλά τι θα πη “σεβαστός”, σε παρακαλώ; Και τι θέλουν να μου δείξουν όλοι αυτοί οι κύριοι, γράφοντάς με “σεβαστό”; Θέλουν να με περιποιηθούν ή να με κολακέψουν; Ποιος κολακεύεται, όμως, όταν του θυμίζουν τα χρόνια του; Διότι τα χρόνια σου σού θυμίζει εκείνος που σε τιτλοφορεί “σεβαστό”. Και ο Μαθουσάλας ακόμα αμφιβάλλω πολύ αν θα δεχόταν ευχαρίστως τον αμφίβολον αυτόν τίτλο. Και όμως όλοι αυτοί οι κύριοι επιμένουν στο “σεβαστός”, σα να χάθηκαν όλα τα άλλα επίθετα. Φαντάζονται πως κάνουν μια φιλοφρόνηση, ενώ, απλούστατα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, κάνουν μια γαϊδουριά.
(…)
Το περίεργο όμως -το μεγάλο περίεργο- είναι ότι γίνεται τόση κατάχρηση σεβασμού σ’ έναν τόπο όπου ο σεβασμός είναι άγνωστος. Σ’ έναν τόπο που δεν υπάρχει κανένας πραγματικός σεβασμός ούτε σε πρόσωπα, ούτε σε πράγματα, ούτε σε αρχές, ούτε σε ιδέες, ούτε σε τίποτε αξιοσέβαστο όλα είναι “σεβαστά”.
από το χρονογράφημα του ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 173, 1/3/1934
 
Ο Κώστας Ουράνης θεώρησε τον εαυτό του θιγμένο από το παραπάνω χρονογράφημα και στο επόμενο τεύχος απάντησε στον Παύλο Νιρβάνα, γράφοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Τιτλοφόρησα κι εγώ τον κ. Νιρβάνα “σεβαστό φίλο”, τόσο σε μια αφιέρωση βιβλίου μου όσο και σ’ ένα μου γράμμα στη “Νέα Εστία” σχετικό με τον Λεμπέγκ. Ομολογώ δε ότι εφανταζόμουν πως έκανα μια φιλοφρόνηση. Το χρονογράφημά του όμως δε μ’ έπεισε ότι έκανα μια γαϊδουριά.
Αν ο τίτλος του “σεβαστού” ενοχλεί τόσο πολύ τον κ. Νιρβάνα, γιατί του φέρνει την πικρόχολη σκέψη, ότι δεν είναι πια νέος, δε σημαίνει ότι το επίθετο αυτό περιέχει στην ουσία του την έννοια του “ηλικιωμένου”. Σεβαστός λένε τα λεξικά είναι ο ά ξ ι ο ς σεβασμού.
(…)
Ανεξαρτήτως όλων αυτών, η ενόχληση του κ. Νιρβάνα από τον τίτλο του “σεβαστού”, μου μένει ακατανόητη και για ένα άλλο λόγο. Του θυμίζει, γράφει τα χρόνια του. Τα χρόνια όμως δεν είναι ζήτημα μνήμης ώστε να δικαιολογείται η ενόχληση και η μελαγχολία του γιατί του τα θυμίζουν. Τα χρόνια μας τα ξέρουμε ο καθένας μας. Το ζήτημα είναι αν τα αισθανόμαστε απάνω μας ή αν δεν τα αισθανόμαστε. Και αν μεν τα αισθανόμαστε οι ίδιοι, δεν είναι η υπόμνηση αυτό που θα μας προσθέσει το βάρος τους. Αν πάλι δεν τα αισθανόμαστε, ούτε και τότε η υπόμνηση προσθέτει τίποτα. Απομένει δε ως μόνη εξήγηση ότι ο φίλος κ. Νιρβάνας, όπως άλλωστε κι εγώ που του απαντώ, βρήκε στο ζήτημα αυτό, απλούστατα, άλλο ένα θέμα για χρονογράφημα.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 174, 15/3/1934
 
Σειρά του Παύλου Νιρβάνα να απαντήσει, στο τεύχος 175 (1/4/1934), τελειώνοντας όμως ευτυχώς τη διαμάχη με έναν ιδιαίτερα συμφιλιωτικό επίλογο.
Ήθελα να ξέρω τι καταγίνεται ν’ αποδείξη στο τελευταίο του απαντητικό χρονογράφημα ο “σεβαστός” μου -αφού του αρέσει- φίλος και συνάδελφος κ. Κώστας Ουράνης. Θέλει να αποδείξη ότι τα αντίστοιχα του “σεβαστός” υπάρχουν και στα ξένα λεξικά; Ότι “σεβαστός” σημαίνει άξιος σεβασμού; Ότι “σεβαστός” λεξικογραφικώς δεν σημαίνει γέρος; Ότι ο Ρακίνας, οι Πορτογάλοι και οι Κινέζοι μεταχειρίζονται τη φράση “με σεβασμό” όταν απευθύνονται σε βασιλικά πρόσωπα και διάφορες εξοχότητες; Τον ευχαριστώ για την ειδοποίηση. Λυπούμαι μόνο για τον κόπο που έλαβε ν’ αποδείξη τα αυταπόδειχτα. Γιατί δεν υπάρχει ματαιότερος κόπος από το να βιάζη κανείς, όπως λένε και οι συμπατριώτες του Ρακίνα, ανοιχτές θύρες.
Ωρισμένως, δεν καταλαβαινόμαστε. Αν δεν κάνω λάθος, τίποτε από όλα αυτά τα ωραία και θεάρεστα πράγματα, που καταγίνεται ν’ αποδείξη με ντοκουμέντα, παραπομπές και τσιτάτες, ο “σεβαστός” μου κ. Ουράνης, δεν αρνήθηκα στα γραφόμενά μου. Δεν είμαι ούτε τόσο ηλίθιος, ούτε τόσο αγράμματος. Το νόημα των γραφομένων μου, διατυπωμένο καθαρά, με τύπο συμπεράσματος για τους χοντροκέφαλους, ήταν ότι, σ’ έναν τόπο όπου δεν υπάρχει πραγματικός σεβασμός για τίποτε, γίνεται τόση κατάχρηση του όρου “σεβαστός”. Ή μήπως δεν γίνεται; Σε κάθε περίσταση, που άλλοι όχι λιγότερο από μάς πολιτισμένοι λαοί, ενώ έχουν στα λεξικά τους τη λέξη “σεβαστός” -αυτό που καταγίνεται ν’ αποδείξη ο κ. Ουράνης- μεταχειρίζονται τους όρους cher, dear, carro, lieben, εμείς μεταχειριζόμαστε αράδα το “σεβαστός”.
(…)
Αυτά όμως, όπως είπα, φέρνει ο σεβασμός. Ο καλός μου Ουράνης μ’ αγαπούσε μια φορά. Είχαμε γνωριστή σε πονεμένες ημέρες. Και είχαμε, για καιρό, και μια τρυφερή αλληλογραφία. Άξαφνα άρχισε να με “σέβεται”. Και, από τη στιγμή που του έγινα “σεβαστός”, με πήρε ο Διάβολος της κριτικής του. Τώρα του προτείνω ένα φιλικό συμβιβασμό: Να πάρει πίσω το “σεβασμό” του και να μου ξαναχαρίση την αγάπη του. Τη δική μου δεν έπαυσε ποτέ -quand même- να την έχη.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 175, 1/4/1934

Πηγή: Λογομνήμων
 

Tο παραδεισένιο Πήλιο

Tο μικρό τρένο που μας πάει από το µόλο στις Μηλιές του Πηλίου δεν έχει το όμοιό του. Θυμίζει τις ταχυδρομικές άμαξες του παλιού καλού καιρού. Δεν έχει την ακρίβεια ούτε και την περηφάνια εκείνη των μεγάλων εξπρές*, που ξεκινάνε και σταματούν σαν ανυπόμονα άλογα. Δεν έχει καν το ύφος ότι εκτελεί συγκοινωνία. Θαρρείτε πως βγήκε περίπατο για τη δική του ευχαρίστηση. Πηγαίνει αργά - σα για να χαρεί περισσότερο τη φύση και τον ανοιξιάτικο ήλιο. Σταματάει κατά το κέφι του - σα για να θαυμάσει μια ωραία θέα. Και στους μικρούς σταθμούς, όπου ξαποσταίνει, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα φιλική και εγκάρδια.  
Στους σταθμούς αυτούς είναι ανθισμένα πεζούλια, καφενεδάκια κάτω από πανύψηλες λεύκες, κόσμος που γνωρίζεται με τον κόσμο του τρένου. Αρχίζουν λοιπόν ατέλειωτες κουβέντες, ο μοναδικός υπάλληλος του τρένου παίρνει παραγγελίες και καλάθια για τον παραπέρα σταθμό, ένας ρομαντικός ταξιδιώτης κατεβαίνει να κόψει λουλούδια των χωραφιών, άλλοι παραγγέλνουν καφέ... Tο μικρό τρένο δίνει σ’ όλους καιρό για όλ’ αυτά. Κι όταν σφυρίζει, δεν είναι για ν’αναγγείλει ασυζήτητα ότι φεύγει, αλλά για να ρωτήσει : «Έ, τι λέτε; Πάμε τώρα;». Κι αν κανείς δεν έχει τελειώσει ακόμα το μικρό τρένο τον περιμένει. Δε βιάζεται!
Κι αλήθεια: γιατί να βιαστεί; θα ήταν ανόητο. Είναι τόσο ωραία όλα: το ανοιξιάτικο πρωί, η φύση, ο Παγασητικός... Tόσο ωραία! Πουθενά αλλού δε θα ’βρισκε κανείς τόση ομορφιά συνδυασμένη με τόση πραότητα* και ειρήνη! Όλη η φύση, από το µόλο στις Μηλιές, έχει μια κυριακάτικη εμφάνιση. Όλα είναι καθαρά στα μικρά χωριά που περνάμε - Αγριά, Λεχώνια - όλα είναι γιορταστικά στα χωράφια, στο φως, στα νερά του κόλπου! Στ’ ακροθαλάσσι, μπρος στη φωτεινή, την ονειρεμένη γαλήνη του Παγασητικού, βλέπεις γέρικες βάρκες ξεχασμένες σε μια γλυκιά υπνηλία. Κάτω από τις ασημένιες ελιές βόσκουν νωθρά κοπάδια προβάτων. Σ’ όλο το μάκρος του δρόμου κυλάνε ρυάκια ανάμεσα από παπαρούνες και χαμομήλια. Οι κερασιές είναι ανθισμένες, κι ο ανοιξιάτικος αέρας είναι γεμάτος ευωδίες. Θεία πραότητα είναι διάχυτη παντού. Κι ο Bρυχών*, μέσα στην κοίτη των λευκών γυαλιστερών χαλικιών του, δεν έχει τίποτα από την τρομερή εντύπωση που υποβάλλει τ’ όνομά του: αντί να βρυχάται*, κυλάει φλυαρώντας προς τη γαλανή θάλασσα...
Tα μέρη αυτά, που ο Ιάσων τ’ άφησε για να φύγει με την Αργώ του, αξίζουν όλες τις Κολχίδες που ξεκίνησε ν’ ανακαλύψει. Η ευλογημένη καρπερότητα της γης, το χρυσό φως που λούζει τα πάντα και η απέραντη ειρηνική ομορφιά των βουνών και των νερών όλα προσκαλούν σε διαμονή και όχι σε αναχώρηση...  
Tο μικρό τρένο ανηφορίζει τώρα στην πλαγιά του Πηλίου. Η θέα, όσο πάει, γίνεται πλατύτερη ως που στο τέλος απλώνεται από κάτω μας σαν από αεροπλάνο. Ο Παγασητικός λάμπει ολόκληρος σαν ένας χρυσός καθρέφτης. Ένας απέραντος ελαιώνας ροβολάει προς τη θάλασσα, γεμάτος ασημένια ειρήνη. Ανάμεσα στις ελιές κοκκινίζουν σαν παπαρούνες οι στέγες διασκορπισμένων εξοχικών σπιτιών. Ένα μεγάλο ευτυχισμένο φως λούζει τα πάντα. Και γύρω μας ξετυλίγεται αδιάκοπα η βλάστηση του βουνού: σφεντάμι*, θυμάρια, αγριολούλουδα, ρόδινες αγριοχαρουπιές και δροσερά πλατάνια, που φουντώνουν στις ρεματιές όπου κατρακυλούν γάργαρα τραγουδιστά νερά. Ο γλυκός αέρας έχει ένα άρωμα θυμαριού και λεβάντας. Θα ’λεγε κανείς να μην τελειώσει ποτέ μια τέτοια διαδρομή.
Κώστας Ουράνης, Tαξίδια στην Ελλάδα
βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήνα, 1955 (διασκευή)

* πραότητα: ηρεμία, γαλήνη
* εξπρές: τρένα που αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα
* Bρυχών: ποτάμι του Πηλίου
* βρυχάται: μουγκρίζει
* σφεντάμι: δέντρο ή θάμνος με ανθεκτικό ξύλο

http://logotexnika.blogspot.com/2012/03/blog-post.html
Στράτη Μυριβήλη, Το ταξίδι

Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Η Θάλασσα» (απόσπασμα)


Ο πατέρας μου —μύρο το κύμα που τον τύλιξε— δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
— Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ' τ' άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι· που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ώς τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κ' οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
— Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν' αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κ' έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο κάτι μ' έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ' ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ώς την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.
— Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ' έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.
Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία —πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι— τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνεί με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος που 'ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει
και βάλει τ' άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.
Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πως ήταν φωνή του νησιού μας, που παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε και γω να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θα με καμάρωνε το νησί, θα με αγαπούσαν τα κορίτσια! Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν' απλώνεται απ' τ' ακρωτήρι ώς πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά της Γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ' αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνει την άγκυρα, να βγαίνει από το λιμάνι και ν' αρμενίζει στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα· τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ' έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχει παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ώς τ' άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές· όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ' έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα· πείσμα και σύγκρυο μαζί.
Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω· με πήρε μαζί του.
— Θα σε πάρω, μου λέει, μα θα δουλέψεις· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είναι ψαρότρατα να 'χεις φαΐ και ύπνο.
Τον φοβόμουνα πάντα το θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα, όπως και στους ναύτες του. Κάλλιο σκλάβος στ' Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί - τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι πήγαιναν στη δούλεψη του. Μα ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκανε να τα λησμονήσω όλα. Να πατήσω μια στην κουβέρτα, έλεγα, και δουλειά όση θες.
Αληθινά ρίχτηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιχνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, τόσο πρόθυμος εγώ. Μπορεί ο θείος μου να ήθελε να παιδευτώ από την αρχή για να μετανιώσω. Από την πλύση της κουβέρτας στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τώρα στην τρόμπα· τώρα στον αργάτη· φόρτωμα–ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα, πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τί μ' έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση κ' έβλεπα κάτω τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς, με θλίψη τους έβλεπα.
— Ψι!... έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!...
[...]
[πηγή: Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης, φιλολ. επιμ. Κώστας Καφαντάρης, Οδυσσέας, Αθήνα 1988, σ. 13-16]

http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2367,9010/extras/texts/index07_11_parallilo_karkavitsas.html
εικόνα

Νίκων ο Μετανοείτε, Στυλιανός ο Παφλαγών, Αλύπιος ο Κιονίτης: τρεις βίοι για το Βυζάντιο Τα βιβλία της Μαυροειδή Τα Γεροντικά Πηγές...